Με λένε Λέων Στάμο και είμαι σαράντα ενός χρονών. Αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως η ζωή μου δεν είναι συνηθισμένη. Δεν ξέρω να σου μιλήσω για πράγματα όπως οικογένεια, παιδιά, ή διακοπές σε κοσμοπολίτικα νησιά. Αντίθετα, ξέρω πολύ καλά πώς είναι να περνάς τα περισσότερα βράδια της ζωής σου σκυμμένος πάνω από σκονισμένα χειρόγραφα, προσπαθώντας να αποκρυπτογραφήσεις λέξεις που γράφτηκαν πριν από αιώνες, από ανθρώπους που δεν υπάρχουν πια.
Σπούδασα φιλολογία και παλαιογραφία σε Παρίσι και Ρώμη. Από μικρός είχα πάθος με τα βιβλία—και ειδικά με εκείνα που οι άλλοι δεν τολμούσαν να αγγίξουν. Έμαθα γλώσσες νεκρές, γλώσσες που ψιθυρίζουν αντί να μιλάνε, που κρύβουν τα μυστικά τους μέσα σε σύμβολα που δεν εμφανίζονται σε κανένα λεξικό. Κάποιοι λένε πως είμαι ο καλύτερος σε αυτό που κάνω. Εγώ απλώς λέω πως δεν ξέρω να κάνω κάτι άλλο.
Οι πελάτες μου είναι ιδιόρρυθμοι άνθρωποι: συλλέκτες που κρύβουν τα βιβλία τους πίσω από θωρακισμένες πόρτες, ιερείς που φοβούνται τα ίδια τους τα αρχεία, ή άνθρωποι που πληρώνουν πολλά για να μην ακουστεί ποτέ το όνομά τους. Δεν με νοιάζει ποιοι είναι, ούτε γιατί ψάχνουν όσα ψάχνουν. Τα μόνα που με νοιάζουν είναι τα βιβλία, οι πάπυροι ή οι πανάρχαιες επιγραφές χαραγμένες σε κομμάτια κεραμικών. Η κάθε λέξη που αποκωδικοποιώ για μένα είναι μια αποκάλυψη, κάτι που ζωντανεύει μετά από αιώνες.
Έτσι έμαθα για πρώτη φορά για τη Σφραγίδα του Ερμή.
Μια βραδιά, στα τέλη Ιουλίου, έλαβα μια πρόσκληση για μια συνάντηση σε μια βίλα στην Κηφισιά. Η βίλα ήταν κρυμμένη πίσω από ψηλούς πέτρινους τοίχους και πυκνή βλάστηση. Όταν πέρασα την πύλη ένιωσα πως άφηνα πίσω μου τον πραγματικό κόσμο. Μέσα επικρατούσε ένα ημίφως, με βιβλιοθήκες από έβενο γεμάτες σπάνια και αρχαία βιβλία που σίγουρα άξιζαν περιουσίες.
Ο συλλέκτης, που συστήθηκε ως Βύρων Ρενιέρης ήταν γνωστός στον κύκλο των συλλεκτών με το προσωνύμιο «Σκιά», λίγοι είχαν την τύχη ή την ατυχία να τον συναντήσουν από κοντά. Ήταν ένας άντρας χωρίς ηλικία, με βλέμμα που δεν μπορούσες να κρατήσεις εύκολα. Η φωνή του ήταν ήρεμη αλλά επιβλητική, με έναν τρόπο που σε έκανε να θέλεις να τον ακούς.
«Κύριε Στάμο,» είπε, «έχω κάτι για εσάς. Νομίζω πως μόνο εσείς μπορείτε να διαχειριστείτε.»
Μου μίλησε για τη Σφραγίδα του Ερμή, το μυθικό βιβλίο που οι περισσότεροι συλλέκτες θεωρούσαν πως δεν υπάρχει. Ένα βιβλίο θρύλος, που ήταν το Ιερό Δισκοπότηρο για τους ανθρώπους σαν κι εμάς, που κυνηγούν την αρχέγονη αλήθεια και την απόλυτη γνώση.
«Η άκρη του νήματος βασίζεται σε αυτή τη μαρτυρία για το που βρίσκεται», μου είπε δείχνοντάς μου ένα μικρό, κιτρινισμένο χαρτί. «Εδώ αναφέρεται πως βρίσκεται στη Μονή Φιλοσόφου, στη χαράδρα του Λούσιου. Θέλω να πάτε εκεί να το βρείτε και να μου το φέρετε. Έχω μιλήσει ήδη με τον Ηγούμενο Μαλαχία και σας περιμένει, αν δεχτείτε φυσικά»
«Πόσα πληρώνετε για κάτι τέτοιο;» ρώτησα, προσπαθώντας να κρύψω την έξαψή μου.
Έσπρωξε προς το μέρος μου έναν φάκελο. Το ποσό ήταν μεγάλο, υπερβολικά μεγάλο. Ήξερε ότι δεν μπορούσα να αρνηθώ.
«Αν δεχτείτε, θα επικοινωνήσουμε ξανά. Σκεφτείτε καλά την απόφασή σας,» μου είπε καθώς με συνόδευε προς την έξοδο.
Δεν χρειαζόταν να το σκεφτώ. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά, το μυαλό μου είχε ήδη ξεκινήσει το ταξίδι και δεν ήταν για τα λεφτά, ήταν για το ίδιο το εύρημα. Κάπως έτσι, χωρίς να το ξέρω, είχα ήδη κάνει το πρώτο βήμα προς κάτι που θα με έκανε να αλλάξω στάση ζωής.
Το πρωινό που ξεκίνησα για τη Μονή Φιλοσόφου είχε κάτι το παράξενα ομιχλώδες, σαν να προμήνυε τις μέρες που θα ακολουθούσαν. Η διαδρομή από την Αθήνα ως την Αρκαδία δεν ήταν μεγάλη, αλλά για μένα ήταν κάτι περισσότερο από ένα απλό ταξίδι. Ήταν η αρχή μιας πορείας προς το άγνωστο, προς κάτι που με τραβούσε ακαταμάχητα.
Το τοπίο άλλαζε σταδιακά, αφήνοντας πίσω τον θόρυβο και την πολυκοσμία της πόλης, παραχωρώντας τη θέση του σε πυκνά δάση, απότομες πλαγιές και απόμερα χωριά που έμοιαζαν να ξεχάστηκαν από τον χρόνο. Ένιωθα έναν συνδυασμό ανυπομονησίας και δέους, σαν να βρισκόμουν στα πρόθυρα μιας μεγάλης ανακάλυψης, αλλά και μιας σκοτεινής αλήθειας.
Η Μονή Φιλοσόφου βρισκόταν κρυμμένη βαθιά στη χαράδρα του Λούσιου. Το τελευταίο κομμάτι της διαδρομής έπρεπε να γίνει με τα πόδια και καθώς κατέβαινα το απότομο, βραχώδες μονοπάτι, η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Ο ήχος του ποταμού Λούσιου στο βάθος αντηχούσε σαν ένας μυστικός ψίθυρος που με καλούσε κοντά του.
Το μοναστήρι εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου, σκαλισμένο μέσα στον βράχο, σαν να γεννήθηκε από την ίδια τη γη. Οι πέτρινοι τοίχοι του ήταν καλυμμένοι με πράσινα βρύα και υγρασία που έμοιαζε να ρέει αδιάκοπα. Μια πύλη ξύλινη και βαριά, σχεδόν αρχαία, στεκόταν επιβλητική μπροστά μου. Η ατμόσφαιρα είχε κάτι απόκοσμο και καθηλωτικό.
Χτύπησα τη μεγάλη μεταλλική λαβή της πύλης, και ο βαθύς, μεταλλικός ήχος αντήχησε στην ησυχία του τοπίου, λες και ενοχλούσε κάτι που κοιμόταν βαθιά μέσα στους τοίχους του μοναστηριού.
Η πόρτα άνοιξε αργά, και ένας μοναχός με βλέμμα διεισδυτικό και πρόσωπο κουρασμένο από τα χρόνια με κοίταξε σιωπηλά. Τα μάτια του, είχαν ένα παράξενο γκρίζο χρώμα. Έμοιαζαν να διαβάζουν την ψυχή μου.
«Κύριε Στάμο, σας περιμέναμε,» είπε ήρεμα, και με οδήγησε στο εσωτερικό.
Το εσωτερικό της μονής ήταν εξίσου καθηλωτικό. Στους πέτρινους διαδρόμους κυριαρχούσε η μυρωδιά από κερί και θυμίαμα. Οι τοίχοι, καλυμμένοι με παλιές αγιογραφίες, έμοιαζαν να ζωντανεύουν κάτω από το αχνό φως των κεριών. Ήταν σαν να βρισκόμουν σε άλλο κόσμο.
Με οδήγησαν στο δωμάτιο του ηγούμενου Μαλαχία, ενός άντρα που το πρόσωπό του ακτινοβολούσε σοφία και βαθιά γνώση. Τα μάτια του, όμως, έκρυβαν κάτι άλλο—κάτι που δεν μπορούσα να προσδιορίσω.
«Ήρθατε για το χειρόγραφο;» με ρώτησε με φωνή που έμοιαζε με ψίθυρο. Του έγνεψα καταφατικά.
“Έχετε ιδέα τι δύναμη κρύβει;»
Η καρδιά μου χτύπησε ακόμα πιο δυνατά. «Όχι ακόμα,» είπα με ειλικρίνεια. «Αλλά θέλω να το μάθω.»
Ο ηγούμενος σηκώθηκε αργά από την καρέκλα του και πλησίασε ένα παλιό, ξύλινο κιβώτιο. Το άνοιξε προσεκτικά και έβγαλε ένα λεπτό, κιτρινισμένο χειρόγραφο.
«Αυτό εδώ είναι το πρώτο κομμάτι του παζλ,» είπε κοιτώντας με βαθιά στα μάτια. «Αλλά να θυμάστε, κύριε Στάμο, κάθε αλήθεια έχει το τίμημά της.»
Πήρα το χειρόγραφο στα χέρια μου, και ένιωσα κάτι σαν ηλεκτρισμό να διαπερνά το σώμα μου. Ήξερα πια ότι δεν υπήρχε γυρισμός. Ήμουν ήδη βαθιά μέσα στο μυστήριο της Σφραγίδας του Ερμή.
Το δωμάτιο που μου παραχώρησαν στη μονή ήταν μικρό, λιτό, σχεδόν ασκητικό. Ένα ξύλινο κρεβάτι, ένα μικρό τραπέζι και μια καρέκλα ήταν τα μόνα έπιπλα. Το μοναδικό παράθυρο έβλεπε προς τη χαράδρα, προσφέροντας μια θεαματική αλλά και κάπως απόκοσμη θέα του Λούσιου που κυλούσε ασταμάτητα, σαν να γνώριζε μυστικά που κανένας άλλος δεν μπορούσε να διανοηθεί.
Το χειρόγραφο που μου είχε δώσει ο ηγούμενος Μαλαχίας βρισκόταν πάνω στο τραπέζι. Κάθισα, ανάβοντας το μικρό λυχνάρι που υπήρχε στο δωμάτιο, και με χέρια που έτρεμαν ελαφρά από την προσμονή άνοιξα τις κιτρινισμένες σελίδες.
Οι λέξεις που έβλεπα γραμμένες μπροστά μου ήταν αρχαίες, γραμμένες στα λατινικά και τα αρχαία ελληνικά, με περίεργα σύμβολα διάσπαρτα ανάμεσά τους. Ένιωσα την καρδιά μου να επιταχύνεται όσο διάβαζα. Το κείμενο ήταν ένα ημερολόγιο κάποιου μοναχού ονόματι Πορφύριος. Η αποκρυπτογράφηση δεν ήταν εύκολη. Τα σύμβολα ήταν περίπλοκα και φαινομενικά ακατανόητα. Έπρεπε να χρησιμοποιήσω όλη μου την εμπειρία και γνώση, καθώς και τα παλιά βιβλία αναφοράς που πάντα κουβαλούσα μαζί μου. Κάθε λέξη, κάθε γράμμα ήταν κρυπτογραφημένο με αναγραμματισμούς και αρχαίους κώδικες. Άρχισα να αναλύω με προσοχή το κείμενο, κρατώντας σημειώσεις, αναδιατάσσοντας γράμματα και σύμβολα.
Μετά από ώρες έντονης προσπάθειας, κατάφερα να αποκωδικοποιήσω ένα σημαντικό απόσπασμα το οποίο έλεγε:
«Είναι πια σαφές πως το βιβλίο που βρήκαμε δεν είναι σαν τα άλλα. Δεν είναι απλώς λόγια γραμμένα σε χαρτί. Είναι λόγια που ζουν, που ανασαίνουν, που καλούν όποιον τα διαβάζει κοντά τους. Οι σελίδες αυτές, γραμμένες με μελάνι που μοιάζει να περιέχει κάτι περισσότερο από αίμα και τέφρα, κρύβουν μέσα τους μια δύναμη που δεν μπορεί να κατανοηθεί από ανθρώπινο νου.
Πιο κάτω ο μοναχός Πορφύριος, έγραφε ότι το βιβλίο αυτό ήταν κάτι σαν κλειδί για κάτι θεϊκό και πως μια τέτοια γνώση δεν μπορούσε και δεν έπρεπε να ανήκει σε κανέναν. Πρέπει να σταματήσω, έγραφε. Πρέπει να το κρύψω εκεί όπου κανείς άλλος δεν θα το βρει. Θα είναι ασφαλές μόνο εκεί που οι θεοί αγναντεύουν από ψηλά, κάτω από το βλέμμα των τριών λίθινων φρουρών. Η Σφραγίδα του Ερμή πρέπει να παραμείνει κρυφή.»
Έκλεισα απότομα το χειρόγραφο και κοίταξα γύρω μου. Το δωμάτιο ήταν σιωπηλό, αλλά είχα την παράξενη αίσθηση πως δεν ήμουν μόνος. Ένα ρίγος διέτρεξε τη σπονδυλική μου στήλη, και για μια στιγμή σκέφτηκα να φύγω αμέσως από το μοναστήρι.
Όμως, κάτι μέσα μου, μια βαθιά, σχεδόν εμμονική περιέργεια, με ανάγκαζε να συνεχίσω. Το στοιχείο που μόλις αποκρυπτογράφησα ήταν πλέον ο οδηγός μου. Έπρεπε να βρω το μέρος όπου «οι θεοί αγναντεύουν από ψηλά». Να βρω το ίδιο το βιβλίο, τη Σφραγίδα του Ερμή. Και ήξερα πλέον με βεβαιότητα ότι αυτό το ταξίδι είχε μόλις ξεκινήσει.
Κεφάλαιο 3: Μπροστά σ' άλλον ένα γρίφο
Μετά από μέρες έρευνας και βαθιάς περισυλλογής, συνειδητοποίησα ότι μόνο ένα μέρος μπορούσε να ταιριάζει στην περιγραφή αυτή – τα Μετέωρα, τα μοναστήρια που έμοιαζαν να αιωρούνται ανάμεσα σε ουρανό και γη, λες και οι ίδιοι οι θεοί είχαν επιλέξει να κατοικήσουν εκεί.
Το ταξίδι προς τα Μετέωρα ήταν γεμάτο από μια αγωνία που δεν μπορούσα να ελέγξω. Όσο πλησίαζα, τα βράχια υψώνονταν μπροστά μου μεγαλοπρεπή, τεράστιοι πύργοι από πέτρα που αψηφούσαν τη βαρύτητα. Οι μονές, κρεμασμένες σαν αετοφωλιές στην κορυφή των απότομων βράχων, έμοιαζαν να με κοιτάζουν σιωπηλά, να με προκαλούν να ανακαλύψω τα μυστικά τους.
Πλησίασα τη Μονή Αγίου Νικολάου Αναπαυσά, ένα από τα πιο παλιά και απόμερα μοναστήρια της περιοχής, που ταίριαζε η φράση “κάτω από το βλέμμα των τριών λίθινων φρουρών”. Το ανέβασμα από τα στενά, σκαλισμένα στο βράχο σκαλοπάτια ήταν δύσκολο και απαιτητικό. Όσο ανέβαινα, ο αέρας γινόταν πιο ψυχρός, πιο κοφτερός, σαν να με προειδοποιούσε για τον κίνδυνο που πλησίαζε.
Φτάνοντας στο μοναστήρι, ένας ηλικιωμένος μοναχός με παρατήρησε προσεκτικά με τα διαπεραστικά του μάτια. Δεν έδειχνε πρόθυμος να με βοηθήσει, και έπρεπε να βρω έναν τρόπο να αποκτήσω πρόσβαση στη βιβλιοθήκη τους χωρίς να προκαλέσω υποψίες. Επειδή ήξερα ότι θα μου ήταν δύσκολο είχα μαζί μου ένα παλιό έγγραφο, μια επιστολή από έναν παλαιότερο μοναχό που ζητούσε βοήθεια στην αποκρυπτογράφηση αρχαίων κειμένων. Την παρουσίασα στον μοναχό σαν επίσημη πρόσκληση, και η αντίσταση του κάμφθηκε τελικά.
Μόλις έμεινα μόνος στη μικρή βιβλιοθήκη, άρχισα να ερευνώ με αγωνία κάθε ράφι, κάθε βιβλίο. Μετά από αρκετή ώρα, το βλέμμα μου έπεσε σε ένα παλιό χειρόγραφο, δεμένο με σκούρο δέρμα και με μια ξεθωριασμένη επιγραφή που ήταν σχεδόν δυσανάγνωστη.
Άνοιξα προσεκτικά το βιβλίο και άρχισα να αποκωδικοποιώ τις πυκνά γραμμένες γραμμές, που ήταν γεμάτες από αναγραμματισμούς και μυστικούς συμβολισμούς. Μετά από επίμονη προσπάθεια, το μήνυμα άρχισε να γίνεται καθαρό:
«Η Σφραγίδα του Ερμή δεν μπορεί να βρίσκεται εδώ, καθώς τα μάτια που παρακολουθούν είναι πολλά. Οι φύλακες του βιβλίου ένιωσαν πως αυτό το μέρος δεν είναι πλέον ασφαλές. Το βιβλίο μεταφέρθηκε σε ένα σημείο πιο κρυφό, πιο αρχαίο, εκεί που το βλέμμα της Μέδουσας παραλύει κάθε εισβολέα και οι πέτρες κρατούν φυλακισμένες τις κραυγές των χαμένων.»
Η καρδιά μου χτύπησε δυνατά. Δεν είχα βρει το ίδιο το βιβλίο, αλλά ένα νέο κρίσιμο στοιχείο. Έκλεισα γρήγορα το χειρόγραφο και καθώς ετοιμαζόμουν να φύγω, μια έντονη αίσθηση πάλι πως κάποιος με παρακολουθούσε με διαπέρασε σαν ηλεκτρικό ρεύμα.
Γύρισα απότομα, αλλά δεν είδα κανέναν. Παρόλα αυτά, ήξερα ότι δεν ήμουν πλέον μόνος σε αυτή την αναζήτηση. Κατέβηκα από το μοναστήρι με την αίσθηση ότι κάθε μου κίνηση ήταν πλέον υπό στενή παρακολούθηση. Το ταξίδι μου είχε πάρει μια πιο σκοτεινή, επικίνδυνη τροπή, και έπρεπε να κινηθώ προσεκτικά από εδώ και πέρα.
Η Αθήνα με υποδέχθηκε με μια βαριά, αστική ατμόσφαιρα. Ο ήλιος είχε δύσει πίσω από τις πολυκατοικίες, και η πόλη φαινόταν πιο σκοτεινή, πιο εσωστρεφής. Επέστρεψα στην έπαυλη του συλλέκτη, κουβαλώντας μέσα μου τον απόηχο όσων είχα ζήσει στα Μετέωρα και το βάρος του χειρόγραφου που πλέον δεν άφηνε το μυαλό μου να ησυχάσει.
Η μαύρη σιδερένια πόρτα άνοιξε αργά. Η έπαυλη στεκόταν αγέρωχη, βυθισμένη στο ημίφως, με τα παράθυρα σαν μάτια κλειστά αλλά άγρυπνα. Στο εσωτερικό, τίποτα δεν είχε αλλάξει, μα όλα φάνταζαν ελαφρώς πιο βαριά. Ίσως ήταν απλώς η ψυχολογία μου.
Η "Σκιά" με περίμενε στο ίδιο σαλόνι. Καθόταν στη μεγάλη δερμάτινη πολυθρόνα, τα δάχτυλά του ενωμένα, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω μου πριν ακόμα μιλήσω.
«Βλέπω στα μάτια σας ότι επιστρέψατε έχοντας βρει κάτι πολύ σημαντικό,» είπε ήρεμα.
Κάθισα απέναντί του. «Δεν ήταν εκεί το βιβλίο,» είπα. «Αλλά βρήκα κάτι άλλο. Ένα χειρόγραφο. Περιείχε έναν ακόμη γρίφο….»
Του αφηγήθηκα τα γεγονότα. Την άφιξη, τη δυσκολία πρόσβασης, τον μοναχό, τη μικρή βιβλιοθήκη, την αποκρυπτογράφηση. Όταν του μίλησα για το χειρόγραφο και τον στίχο που αποκωδικοποίησα, η Σκιά έγειρε ελαφρά προς τα μπρος.
«Η Μέδουσα,» είπε σιγανά. «Παλαιό σύμβολο. Δεν είναι απλώς ένα τέρας. Είναι μηχανισμός αποτροπής. Φύλακας. Παράλυση, όχι μόνο του σώματος, αλλά και της ψυχής.»
Του είπα επίσης την υποψία μου ότι κάποιοι με παρακολουθούν. Ο συλλέκτης με κοίταξε πιο προσεκτικά αυτή τη φορά. Έγειρε προς το πλάι και μου είπε ήρεμα.
«Μην ανησυχείτε. Θα φροντίσω εγώ για τα “μάτια”. Δεν θα σας ενοχλήσουν ξανά.»
Σιώπη. Βαριά. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το ελαφρύ τικ-τακ ενός παλιού ρολογιού τοίχου.
«Χρειάζομαι πρόσβαση στη βιβλιοθήκη σας,» του είπα τελικά. «Για να αποκρυπτογραφήσω σωστά αυτό το τελευταίο στοιχείο. Το κείμενο είναι ασαφές... αλλά υποψιάζομαι ότι μιλά για ένα σημείο εδώ στην Αθήνα, κάτω από την πόλη, σε υπόγειες στοές. Έναν τόπο ξεχασμένο».
Η "Σκιά" με κοίταξε για λίγο σιωπηλός. Και έπειτα, απλώς έγνεψε. «Θα έχετε όση πρόσβαση χρειάζεστε».
Έφυγα από την αίθουσα με ένα κλειδί στο χέρι — το κλειδί για τη βιβλιοθήκη.
Ράφια από σκούρο ξύλο υψώνονταν σαν τοίχοι ναού. Τα βιβλία, δεμένα με δέρμα, λινό, ακόμα και μέταλλο, κουβαλούσαν αιώνες σιωπής. Ορισμένα είχαν τίτλους. Άλλα, απλώς σύμβολα. Και μερικά... τίποτα.
Προχώρησα αργά, χαϊδεύοντας τις ράχες των τόμων με τα ακροδάχτυλά μου. Δεν διάβαζα απλώς τίτλους. Άκουγα τους ψιθύρους τους. Κάποια βιβλία έμοιαζαν να με προσκαλούν. Άλλα να με αποτρέπουν.
Άρχισα να ψάχνω. Ήξερα πως το στοιχείο με τη Μέδουσα και τις «κραυγές μέσα στις πέτρες» παρέπεμπε σε κάτι υπόγειο, αποτρεπτικό. Έναν τόπο θαμμένο, ξεχασμένο, και συγχρόνως... ζωντανό.
Ξεκίνησα με έναν τόμο του 1783, τον “Υδρογεία των Αθηνών και των Φυλακισμένων Ροών”, γραμμένο από τον κληρικό Νικόλαο Λαμπρινό, με λεπτομέρειες για τα αρχαία υδραγωγεία κάτω από την πόλη και σημειώσεις για στοές που δεν εμφανίζονται σε χάρτες.
Ύστερα βρήκα το “Λαβύρινθοι της Λήθης”, ένα σπάνιο αντίτυπο που χρονολογείται από το 1657, φημολογείται πως γράφτηκε από μυστικιστή της Ανατολικής Εκκλησίας ονόματι Θεοδώρητος ο Ερημίτης. Περιέγραφε ένα παλιό ρωμαϊκό υδραγωγείο, θαμμένο βαθιά κάτω από την πόλη — κάτω από την Πλάκα, τα Αναφιώτικα, ίσως και πέρα από αυτά. Το κείμενο μιλούσε για κατακόμβες γεμάτες σπασμένα αγάλματα, πέτρινες μορφές παραμορφωμένες, σαν να είχαν παραλύσει από τρόμο την ώρα που κοιτούσαν κάτι απαγορευμένο.
Τρίτο, ένα μικρό ημερολόγιο σε δερμάτινη θήκη: “Τελευταία Σημείωση του Καλλίμαχου”. Δεν υπήρχε συγγραφέας, μόνο αρχικά: "Κ.Θ.Σ." Ήταν γεμάτο από σημειώσεις για μια «Ράβδο Φωτός» και «μια εκκλησία σφηνωμένη στον βράχο, από όπου ξεκινάει το κρύο». Περιέγραφε και ένα υπόγειο σταυροδρόμι κάτω από τον ιερό βράχο.
Συνδύασα ημερομηνίες, συμβολισμούς και αλληγορίες. Το σημείο που περιέγραφαν όλοι, με διαφορετικούς όρους, ήταν η ίδια γεωγραφική καρδιά, εκεί που κατά την αρχαιότητα υπήρχαν οι Πύλες του Διοχάρους του Θεμιστόκλειου Τείχους, στη θέση Ροδακιό.
Και τότε, μου ήρθε στο μυαλό:
Το εκκλησάκι της Αγίας Δύναμης.
Κρυμμένο ανάμεσα σε δρόμους και σκιές. Χτισμένο κυριολεκτικά κάτω από την μύτη σου. Ένα άγιο σημείο που οι περισσότεροι Αθηναίοι περνούν καθημερινά μπροστά του και δεν το βλέπουν.
Το στόμα του υδραγωγείου. Η πύλη. Ήμουν σίγουρος.
Πήγα να μαζέψω τις σημειώσεις μου. Και τότε… έσπασε η σιωπή.
Ένας ξερός ήχος — πυροβολισμός — από τον επάνω όροφο.
Πάγωσε το αίμα μου. Άκουσα κι άλλους ήχους. Φωνές πνιχτές. Πόδια. Κάποιος έτρεχε. Ανέβηκα τα σκαλιά όσο πιο γρήγορα μπορούσα, με την καρδιά μου να βροντάει στο στήθος. Πέρασα από τον διάδρομο — και τότε είδα τη σκηνή:
Ένας άντρας ήταν πεσμένος στο πάτωμα, νεκρός. Το πιστόλι που κρατούσε πριν λίγα λεπτά είχε πέσει πλάι του. Και δίπλα του, η “Σκιά”, ακουμπισμένος στον τοίχο με ένα πιστόλι στο χέρι και αυτός.
Αιμορραγούσε. Η σφαίρα του άλλου άνδρα τον είχε πετύχει ψηλά στον ώμο. Το αίμα του απλωνόταν στο μαρμάρινο δάπεδο.
«Δεν έπρεπε να σε προλάβουν...» είπε με σπασμένη φωνή. Έσκυψα κοντά του. «Μη μιλάς. Θα φέρω βοήθεια.»
Με κράτησε από τον ώμο. Τα μάτια του με διαπέρασαν.
«Θα έρθουν κι άλλοι. Πρέπει να φύγεις τώρα. Να πας εκεί που σε οδηγούν τα βιβλία. Το βιβλίο... είναι πιο σημαντικό κι από μένα. Και από σένα. Εγώ θα βρω τον τρόπο να προφυλαχτώ».
Ήθελα να αντιμιλήσω. Να του πω πως δεν θα τον άφηνα. Αλλά μέσα μου ήξερα πως είχε δίκιο. Η καρδιά της πόλης με καλούσε. Η Πύλη κάτω από την Αγία Δύναμη περίμενε. Και το βιβλίο, βαθιά θαμμένο, δεν θα έμενε για πάντα σιωπηλό.
Η Αθήνα ήταν διαφορετική εκείνη τη νύχτα. Όχι επειδή είχε αλλάξει η πόλη — εγώ είχα αλλάξει. Κάθε βήμα μου προς το εκκλησάκι της Αγίας Δύναμης με βάραινε. Το μικρό εκκλησάκι στεκόταν σιωπηλό, σφηνωμένο κάτω από το υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, σαν να προσπαθούσε να ξεχαστεί. Ήταν πάντα εκεί, αλλά κανείς δεν του έδινε σημασία. Ίσως αυτό να ήταν το τέλειο καμουφλάζ. Ίσως πάντα να προστάτευε κάτι — ή να το κρατούσε φυλακισμένο.
Άνοιξα την πόρτα με δισταγμό. Μέσα, τίποτα δεν έδειχνε ασυνήθιστο. Μόνο ένα λεπτό ρεύμα αέρα, ψυχρό, που δεν δικαιολογούνταν από τον χώρο. Πλησίασα το ιερό. Εκεί, πίσω από ένα ξύλινο εικονοστάσι, παρατήρησα μια λεπτή σχισμή στον τοίχο. Ήταν σχεδόν αόρατη, εκτός αν την παρατηρούσες υπό γωνία.
Άσκησα πίεση. Μια πέτρα μετατοπίστηκε.
Ένας μηχανισμός ακούστηκε — βαθύς, παλιός, σχεδόν σαν αναστεναγμός.
Και τότε, μια δίοδος στο πάτωμα μου αποκαλύφθηκε. Η μυστική είσοδος προς τις κατακόμβες άνοιξε.
Κατέβηκα με προσοχή, με τον φακό στο χέρι. Οι τοίχοι, σμιλεμένοι πρόχειρα στην αρχή, γίνονταν όλο και πιο δουλεμένοι όσο προχωρούσα. Το νερό έσταζε αργά από την οροφή. Κάθε σταγόνα ηχούσε σαν προειδοποίηση.
Προχωρούσα για ώρα — ο χρόνος είχε χαθεί — άκουσα βήματα. Δεν ήταν η φαντασία μου. Κάποιος με ακολουθούσε. Δεν έτρεξα. Δεν μπορούσα. Οι στοές ήταν δαιδαλώδεις. Αν έκανα λάθος, θα χανόμουν για πάντα. Και τότε, μπροστά μου φανερώθηκε μια επιγραφή στον τοίχο:
«Οὐ πᾶς ὁρῶν βλέπει. Οὐ πᾶς βαίνων φθάνει.»
(«Δεν βλέπει όποιος κοιτάζει. Δεν φτάνει όποιος περπατά.»)
Και κάτω από την επιγραφή, τρία σύμβολα σκαλισμένα στην πέτρα. Ήταν οι δοκιμασίες. Έπρεπε να τις περάσω, να καταλάβω για να προχωρήσω.
Πρώτη Δοκιμασία – Της Σκέψης
Ένας λιθόπλακος μηχανισμός. Χαραγμένο πάνω του ένα αίνιγμα:
«Διαλύομαι όταν με πεις,
και όταν με σπάσεις, αρχίζω να ζω.»
Το ήξερα.
Ήταν η Σιωπή.
Την πρόφερα φωναχτά και ο μηχανισμός άνοιξε. Προχώρησα...
Δεύτερη Δοκιμασία – Της Μνήμης
Μπροστά μου ένα τραπέζι από μάρμαρο. Πάνω του, μία σελίδα από το ημερολόγιο του πατέρα μου, που είχε πεθάνει χρόνια πριν. Δεν υπήρχε τρόπος να είναι εκεί. Και όμως ήταν.
Δίπλα, ένα μαχαίρι.
Μια φωνή — μέσα στο μυαλό μου:
«Αν θες να προχωρήσεις,
άσε πίσω το αίμα σου και τον δεσμό σου.»
Έκοψα το χέρι μου, και το αίμα έσταξε πάνω στο χαρτί. Η σελίδα έλιωσε, και μαζί της, ένα κομμάτι από μένα. Προχώρησα...
Τρίτη Δοκιμασία – Του Εαυτού
Βρέθηκα σ' ένα δωμάτιο. Άδειο. Και στο κέντρο του, ένας καθρέφτης. Πλησίασα και με είδα. Αλλά δεν ήμουν εγώ. Ήταν μια παραλλαγή μου, πιο παλιά, πιο κουρασμένη — αλλά τα μάτια... όχι ανθρώπινα.
«Αν αντέχεις να δεις ποιος είσαι,
μπορείς να δεις και πού πηγαίνεις.»
Κοίταξα. Δεν απέστρεψα το βλέμμα. Ο καθρέφτης ράγισε, κι ένα πέρασμα άνοιξε.
Η στοά συνέχιζε.
Στο βάθος, φως. Όχι φυσικό. Κάτι αρχαίο, σχεδόν θεϊκό. Και μαζί του... ένα άγαλμα της Μέδουσας.
Αλλά δεν είχε μάτια. Μόνο καθρέφτες, στη βάση του, υπήρχε ένα βάθρο.
Και πάνω στο βάθρο, ένα βιβλίο. Το Τρίτο Κλειδί. Η Σφραγίδα του Ερμή! Επιτέλους το είχα βρει. Δεν το άγγιξα. Στεκόμουν μπροστά στο βάθρο. Το βιβλίο δεν έμοιαζε απλώς με αντικείμενο. Ήταν σαν να είχε συνείδηση. Η Σφραγίδα του Ερμή — το Τρίτο Κλειδί — βρισκόταν εκεί, ολοζώντανο. Το εξώφυλλό του, ακαθόριστης ύλης, έμοιαζε να αντανακλά κάτι που δεν ερχόταν από τον χώρο γύρω μου.
Από πίσω, ακούστηκε ένας ήχος, πατημασιές. Ήξερα ότι δεν ήμουν μόνος. Το πραγματικό τέρας, όπως συνειδητοποίησα δεν ήταν η Μέδουσα, αλλά αυτοί που ήταν στον ίδιο χώρο με εμένα. Στεκόμουν μπροστά στο βάθρο. Έστρεψα το κεφάλι μου. Από τις σκιές των κατακομβών ξεπρόβαλαν τέσσερις άντρες. Μαύρα ρούχα, βαριά παπούτσια, φακοί, και στο χέρι τους — όπλα. Δεν ήταν μισθοφόροι. Είχαν την ψυχρή αυτοπεποίθηση ανθρώπων που ήξεραν τι ήθελαν.
Ο πρώτος στάθηκε απέναντί μου, σηκώνοντας έναν φακό στο πρόσωπό μου.
«Ποιοι είστε;» ρώτησα. Η φωνή μου ήχησε άδεια στον θάλαμο.
«Αυτοί που το αναζητούσαν όταν οι αυτοκρατορίες ακόμα στέκονταν.
Το βιβλίο... αιώνες πριν το αναζητούσαν άλλοι πριν από μας, εμείς είμαστε οι συνεχιστές τους, το κυνηγάμε από τότε που γράφτηκε. Και τώρα... το βρήκες εσύ.»
Το βλέμμα του έγινε σκληρό. «Δεν έχεις ιδέα τι κρατάς μπροστά σου.»
«Το βιβλίο δεν ανήκει σε κανέναν σας,» απάντησα. «Ούτε σε εμένα.»
Ένας δεύτερος γέλασε σκοτεινά.
«Το πιστεύεις αυτό; Νομίζεις πως ο συλλέκτης σου — η Σκιά — είναι καλύτερος; Ήταν ένας από εμάς. Μέχρι που τα πρόδωσε όλα. Και τώρα, έστειλε εσένα να το βρεις. Θέλει όλη την δύναμη για αυτόν»
Με σημάδεψαν με τα όπλα τους.
«Τέλος το παιχνίδι. Δώσ’ το μας. Τώρα.»
Κοίταξα το βιβλίο. Για μια στιγμή, όλα σίγησαν. Δεν είχε αγγιχτεί ποτέ.
Ουδείς — από τους αιώνες των αιώνων — δεν το είχε κρατήσει στα χέρια του.
Ήμουν ο πρώτος. Έκανα το μόνο που μπορούσα. Το άγγιξα. Και τότε μια απόκοσμη λάμψη εμφανίστηκε. Δεν ήταν απλώς λάμψη. Ήταν έκρηξη μνήμης. Φωνές που δεν είχαν ποτέ ειπωθεί, γνώσεις που δεν υπήρχαν γραμμένες. Ένα ωστικό κύμα ξεχύθηκε από το βιβλίο με τέτοια δύναμη, που η γη κάτω από τα πόδια μας σείστηκε.
Οι τέσσερις άντρες εκτοξεύτηκαν προς τα πίσω. Ο ένας έπεσε πάνω σε μια κολώνα που κατέρρευσε. Οι καθρέφτες της Μέδουσας ράγισαν με ήχο που θύμιζε κραυγή. Τα φώτα των φακών τους έσβησαν. Ο χώρος άρχισε να καταρρέει. Κρατώντας σφιχτά το βιβλίο, έτρεξα. Διέσχισα τις στοές στα τυφλά, ακολουθώντας το ένστικτο μου ή την τύχη. Ή την ίδια τη δύναμη του Κλειδιού.
Ένα σημείο στο σκοτάδι φάνηκε να αναπνέει.
Μια σκουριασμένη πόρτα — την έσπρωξα με όση δύναμη μου είχε απομείνει και βρέθηκα όπως κατάλαβα μετά στο υπόγειο του κτηρίου της οδού Ακαδημίας 58Α. Ένα εγκαταλελειμμένο κτίριο με τεράστια ιστορία. Βγήκα από αυτό και χύθηκα στους δρόμους της Αθήνας, δεν ήξερα που πήγαινα απλά περπατούσα με γοργό βήμα κρατώντας το βιβλίο σφιχτά στο στήθος μου. Ο κόσμος περπατούσε βιαστικός, αδιάφορος, κι εγώ, με το βαρύτερο μυστικό των αιώνων στα χέρια.
Κανείς δεν είχε ιδέα ότι, κάτω από τα πόδια τους, κάτι αφυπνίστηκε για πρώτη φορά μετά από αιώνες.
Κεφάλαιο 8: Πορεία προς το άγνωστο
Ήμουν εξαντλημένος, βρώμικος, ιδρωμένος — αλλά ζωντανός. Δεν ήξερα πού αλλού να στραφώ. Κράτησα το κινητό μου στα χέρια για αρκετή ώρα πριν τολμήσω να καλέσω την Σκιά. Το σήκωσε σχεδόν αμέσως.
«Λέων.»
Η φωνή του ήταν ήρεμη, πολύ ήρεμη.
«Το έχεις;»
«Ναι.»
Μια παύση στην άλλη άκρη. Και μετά:
«Άκουσέ με προσεκτικά. Θα έρθει ένα αυτοκίνητο να σε πάρει. Μείνε εκεί που είσαι. Μην πας πουθενά.»
Η γραμμή έκλεισε.
Δεν είχα κουράγιο να αμφισβητήσω. Ήξερα ήδη ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με την Σκιά.
Δέκα λεπτά αργότερα, μια μαύρη Jaguar σταμάτησε μπροστά μου, τα τζάμια φιμέ. Η πόρτα άνοιξε. Μπήκα μέσα.
Η Σκιά καθόταν απέναντί μου στο πίσω κάθισμα, φορώντας ένα μαύρο παλτό. Το βλέμμα του ψυχρό.
«Έκανες αυτό που κανείς δεν κατάφερε εδώ και αιώνες,» μου είπε.
«Το βρήκες.»
«Με κυνηγούσαν,» του είπα. «Ήθελαν να το πάρουν. Ήθελαν να με σκοτώσουν.»
«Δεν έχει σημασία,» απάντησε χωρίς συναίσθημα.
«Το μόνο που έχει σημασία… είναι ότι το κρατάς στα χέρια σου.»
Για λίγο, δεν μίλησε κανείς. Η Jaguar γλιστρούσε μέσα στη νύχτα.
Ύστερα έγειρε ελαφρώς προς το μέρος μου.
«Δώσ’ το.»
«Ίσως η δύναμη που κρύβει να είναι πάνω από τις ανθρώπινες δυνάμεις και να πρέπει να φροντίσουμε να παραμείνει για πάντα κρυφή” είπα κρατώντας το σφιχτά.
Τότε ένα πιστόλι εμφανίστηκε στο χέρι του. Με σημάδεψε στο στήθος.
Το βλέμμα του παγερό. Δεν θα το πω δεύτερη φορά Λεώ. Δώσ’μου το βιβλίο τώρα!
Δεν είχα επιλογή. Το έβγαλα αργά από την τσάντα μου και του το έδωσα.
Το πήρε σαν ιερέας που αγγίζει ιερό λείψανο. Το χάιδεψε για μια στιγμή.
Και μετά γύρισε και κοίταξε έξω από το τζάμι.
«Πάμε στους Δελφούς,» είπε στον οδηγό.
Γύρισε ξανά σε μένα. «Εκεί θα γίνεις μάρτυρας κύριε Στάμο σε κάτι που δεν έχεις φανταστεί. Εκεί θα ανοίξει η πύλη και όλη η γνώση και η σοφία του σύμπαντος θα γίνει δική μου!
Όλοι οι μυημένοι ξέρουν για την πύλη που βρίσκεται στο μαντείο των Δελφών και εγώ, εγώ είμαι αυτός που μετά από αιώνες θα την ανοίξει.
Το μαντείο είναι χτισμένο πάνω στην Πύλη. Το ήξεραν. Το προστάτευαν. Τώρα, είναι η ώρα.»
Καθώς η Jaguar άφηνε πίσω της την Αθήνα, εγώ καθόμουν σιωπηλός, αναλογιζόμενος την προδοσία, την αναπόφευκτη διαδρομή, και το γεγονός πως ίσως το βιβλίο ποτέ να μην έπρεπε να βρεθεί.
Και όμως — εγώ το είχα βρει. Και τώρα, πήγαινα μαζί του… στο σημείο όπου θα άνοιγε η Πύλη.
Το ταξίδι προς τους Δελφούς ήταν σιωπηλό. Η Jaguar διέσχιζε τις στροφές του Παρνασσού σαν μαύρη λεπίδα που χάραζε τη νύχτα. Στο βάθος, οι κορυφές φωτίζονταν σποραδικά από τη σελήνη, που έμοιαζε να παρακολουθεί με το ένα της μάτι χαμένο πίσω από σύννεφα.
Η Σκιά καθόταν απέναντί μου. Δεν μιλούσε. Κρατούσε το βιβλίο σαν ιερό αντικείμενο, σαν βρέφος. Τα χέρια του σταθερά. Το βλέμμα του κενό. Κι εγώ δίπλα του, σαν αιχμάλωτος σε πομπή. Ή μήπως μάρτυρας σε κάτι που κανείς δεν έπρεπε να δει;
Όταν φτάσαμε στον αρχαιολογικό χώρο, η ατμόσφαιρα ήταν διαφορετική. Πυκνή. Οι πέτρες των Δελφών, απόκοσμα φωτισμένες από τους προβολείς του αυτοκινήτου, έμοιαζαν σαν να μας παρατηρούσαν. Ησυχία απόκοσμη, σαν ολόκληρη η κοιλάδα να κρατούσε την ανάσα της.
Κατεβήκαμε από το αυτοκίνητο, ο οδηγός έμεινε εκεί.
Ο αέρας μύριζε βρεγμένη πέτρα, φρύγανα… και κάτι άλλο, αρχαίο και ιερό μαζί.
Η Σκιά γύρισε και με κοίταξε.
«Έχεις ιδέα τι στέκεται κάτω από το έδαφος που πατάς;» ρώτησε χωρίς να περιμένει απάντηση.
«Το μαντείο δεν ήταν ποτέ απλώς τόπος προφητείας. Οι Πυθίες δεν διάβαζαν μόνο το μέλλον αλλά ήταν θεματοφύλακες όλης της συμπαντικής γνώσης. Προσπαθούσαν να κρατήσουν την απόλυτη γνώση για το θείο κρυμμένη.»
Πέρασε μπροστά από τις σπασμένες κολώνες και τους ανάγλυφους λίθους σαν να ήξερε ακριβώς πού πάει. Τον ακολούθησα με βαριά βήματα. Δεν μπορούσα να κάνω και αλλιώς.
Κατέβηκε από ένα πέτρινο μονοπάτι, πίσω από τα ερείπια του Ναού του Απόλλωνα. Εκεί, ανάμεσα σε θάμνους και πέτρες, υπήρχε ένα άνοιγμα στο βράχο. Ένα άνοιγμα, κυκλικό, σχεδόν φυσικό — και όμως… μυρωμένο με πρόθεση.
«Αυτό είναι το στόμα της Πυθίας,» είπε.
«Από εδώ μιλούσε η Πυθία με τους θεούς. Με εκείνους που παραμένουν σιωπηλοί αιώνες τώρα.»
Άναψε έναν παλιό φακό και προχώρησε μέσα. Κατηφορικό πέρασμα, σμιλεμένο με χέρι και χρόνο. Οι τοίχοι είχαν σύμβολα, κάποια γνωστά, κάποια απλώς… νιώθονταν. Ο αέρας μύριζε δάφνη και θειάφι.
Στο τέλος της διαδρομής, ένας λαξεμένος θάλαμος. Και στο κέντρο του, μια μαρμάρινη λεκάνη. Γεμάτη με υγρό. Το ηχόρ αναφώνησε, περιμένει το κλειδί. Και ύστερα ακούμπησε το βιβλίο. Σαν να το τοποθετούσε στον τάφο κάποιου που περίμενε να αναστηθεί.
Άναψε ένα κερί. Ο αέρας άλλαξε. Ένα ρίγος ανέβηκε στη ραχοκοκαλιά μου.
«Η Σφραγίδα του Ερμή δεν είναι απλώς βιβλίο είναι η γνώση των πάντων και των όλων,» ψιθύρισε, και σήμερα, Λέων… επιτέλους, θα γίνει δική μου.»
Άρχισε να ψιθυρίζει λέξεις σε γλώσσα που δεν είχα ξανακούσει. Το βιβλίο άρχισε να τρέμει. Η μαρμάρινη λεκάνη γέμισε με σκοτάδι που δεν είχε βάθος. και ο θόλος άρχισε να πάλλεται, σαν να ζωντάνευε ο ίδιος ο χώρος.
Η γη να τρέμει κάτω από τα πόδια μου. Το βιβλίο δεν άνοιξε. Ξεχείλισε.
Από το κέντρο του ξεκίνησε να στάζει ένα φως παχύ, σχεδόν υγρό, σαν λιωμένος χρυσός. Δεν κυλούσε — ζούσε. Το υγρό αυτό είχε μια λάμψη μαγική, άπλωνε ρίζες από ενέργεια, αιωρούταν αργά στον αέρα προς τη Σκιά. Εκείνος στάθηκε μπροστά του με απλωμένα χέρια, τα μάτια διάπλατα, σαν να άνοιγαν για πρώτη φορά.
Και τότε…
Η Γνώση μπήκε μέσα του. Σαν ποτάμι φλεγόμενο, σαν πυρηνική πλημμύρα, το ρευστό φως εισχώρησε από τα μάτια του, από το στόμα, από τους πόρους του δέρματός του. Ολόκληρο το σώμα του τεντώθηκε. Ένα εκκωφαντικό βουητό γέμισε τον θάλαμο. Τα τοιχώματα της στοάς άρχισαν να τρίζουν. Το μαντείο των Δελφών τραντάχτηκε από τα θεμέλια, σαν κάτι αρχαιότερο του λίθου να ξυπνούσε. Η Σκιά άρχισε να αιωρείται, το σώμα του διάφανο. Οι φλέβες του έγιναν γραμμές φωτός. Τα δάχτυλά του πάλλονταν. Το κεφάλι του γύρισε προς τα πάνω και τότε...
Η φωνή του άλλαξε. Βαθιά, παλλόμενη, γεμάτη τρόμο και λατρεία ταυτόχρονα.
«Βλέπω...»
Η φωνή του έτριζε, σαν να μιλούσαν πολλές φωνές μαζί.
«Βλέπω τα πάντα… το πριν… το μετά… «Βλέπω τον Κόσμο! Βλέπω τις Σκέψεις του Θεού! Βλέπω τα Νήματα! Τις Ρωγμές! Τον Λόγο! Το απόλυτο αέναο σχέδιο…!»«Την αρχή… την δημιουργία… τα περάσματα των κόσμων…είμαι φως, είμαι σκοτάδι, είμαι…»
Άρχισε να γελά. Ένα γέλιο απάνθρωπο, παρανοϊκής έκστασης. Γέλιο ανθρώπου που μόλις έγινε θεός — ή νόμισε πως έγινε.
Και τότε… Ούρλιαξε.
Το κεφάλι του τινάχτηκε πίσω βίαια. Από τα μάτια του πετάχτηκαν ακτίνες φωτιάς. Το στόμα του γέμισε φλόγες και ηχώ αρχαίων λέξεων που δεν είχαν ακουστεί ποτέ από ανθρώπινη γλώσσα.
Όλο του το σώμα πάλλονταν, μέχρι που άρχισε να λάμπει έντονα, σαν να καιγόταν από μέσα προς τα έξω. Όχι όπως καίγεται ένα σώμα. Σαν να τον έκαιγε η ίδια η γνώση.
Το φως δεν τον γέμιζε πια. Τον κατέστρεφε. Από τα μάτια του πετάχτηκαν φλόγες.
Η σάρκα του συστήθηκε με το άγνωστο… και δεν άντεξε.
Οι φλέβες του διαλύθηκαν. Το δέρμα του έλιωσε σαν κερί. Τα οστά του ακούστηκαν να σπάνε — Και τότε... σωριάστηκε. Άψυχος! Σαν κενός φλοιός από άνθρωπο που είδε τον Θεό… και δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Η Σκιά τιμωρήθηκε έχοντας διαπράξει την υπέρτατη ύβρη προς το Θείο.
Η γη συνέχισε να τρέμει. Έμεινα για λίγο ακίνητος. Η καρδιά μου χτυπούσε σαν τύμπανο ταφής. Δεν τόλμησα να πλησιάσω. Σαν σε ύπνωση προχώρησα προς την έξοδο, ενώ πίσω μου άκουσα να κατακρημνίζονται βράχια και να θάβεται ότι οι άνθρωποι δεν έπρεπε να αγγίξουν. Το βιβλίο, η Σφραγίδα… έμεινε για πάντα εκεί. Και τώρα — σιωπούσε ξανά.
Δεν έκλαψα. Δεν προσευχήθηκα. Απλώς έγινα μάρτυρας σε κάτι που ο άνθρωπος δεν έπρεπε να δει.
Γύρισα στην Αθήνα, κανείς δεν με είδε. Κανείς δεν με ρώτησε τίποτα. Ο κόσμος συνέχιζε. Τα φανάρια άλλαζαν. Οι άνθρωποι έτρεχαν. Το ίδιο χαμηλό βουητό ζωής, σαν τίποτα να μην είχε αλλάξει. Κι όμως, κάτι είχε αλλάξει.
Εγώ.
Το βιβλίο — έμεινε εκεί, πίσω προστατευμένο από τους ίδιους τους Θεούς.
Τα βράδια, όταν ο αέρας πέφτει πάνω στα τζάμια του σπιτιού μου, νιώθω ξανά τον παλμό της γνώσης εκείνης — σαν να ανασαίνει από μακριά, όχι για να με φοβίσει, αλλά για να μου θυμίσει, πως κάποια πράγματα δεν είναι φτιαγμένα για να τα κρατήσει ο άνθρωπος. Και πως όταν διαπράττεις ύβρη έρχεται η νέμεσης. Η Σκιά ζήτησε όλη τη γνώση του σύμπαντος. Και τιμωρήθηκε για την αλαζονεία του. Και εγώ; Έμαθα πως μερικά ερωτήματα είναι πιο ιερά απ’ τις απαντήσεις τους. Και ότι καμιά φορά, το να μην ξέρεις, είναι η μόνη αληθινή σοφία.
Εν οίδα ότι ουδέν οίδα!...
ΤΕΛΟΣ
Το κείμενο είναι προϊόν μυθοπλασίας και είναι γραμμένο από τον γιο μου Δημήτρη Φ. Μπορείτε να το ακούσετε με οπτικοακουστικά εφέ στο παρακάτω βίντεο. Το διηγείται ο ίδιος.
Υ.Γ. Όλες οι εικόνες είναι από το διαδίκτυο και ανήκουν στους δημιουργούς τους.
Τι λες τώρα Ελένη μου! Ώπα εδώ έχει μεγάλο ενδιαφέρον! Να που το παλικάρι σου έχει ανοίξει τα δημιουργικά και συγγραφικά φτερά του και κάνει διαμαντάκια. Οικογενειακό το ταλέντο. Με ενδιαφέρει και θέλω να το διαβάσω. Και φυσικά να το δω. Και να το κάνω ήρεμα. Το κρατώ, Ελένη μου και θα επανέλθω με τις εντυπώσεις μου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα του δώσεις τα πρώτα μου συγχαρητήρια.
Με την ησυχία σου Γιάννη μου. Όταν μπορείς. Ελπίζω να το βρεις ενδιαφέρον.
ΔιαγραφήΚαλό απόγευμα!
Αγαπημένη Ελένη,
ΑπάντησηΔιαγραφήΈχω πάθει πραγματικά πλάκα με τη νουβέλα του γιου σου. Δεν είναι απλώς καλογραμμένη — είναι καθηλωτική, γεμάτη ένταση, μυστήριο, σύμβολα και βάθος. Από την πρώτη ως την τελευταία σελίδα με κράτησε σε μια αγωνία σχεδόν κινηματογραφική, αλλά και με άγγιξε υπαρξιακά.
Συγχαρητήρια μέσα από την καρδιά μου — όχι μόνο στον ίδιο για το ταλέντο και την ευφυΐα του, αλλά και σε σένα, που προφανώς έχεις μεταδώσει πολύτιμες αξίες και έμπνευση.
Η γραφή του θυμίζει γλυπτική πάνω σε σύμβολα — κάθε λέξη σαν να ψάχνει να φωτίσει κάτι που δεν αποκαλύπτεται εύκολα. Μπράβο του. Αυτό που χτίζει εδώ είναι κάτι παραπάνω από μια πλοκή: είναι ένα υπόγειο ρεύμα σκέψης, μνήμης και υπαρξιακής αγωνίας. Και χτυπάει ακριβώς εκεί που πρέπει.
Πες του να συνεχίσει. Και να μη σταματήσει ποτέ να γράφει. Αυτό το παιδί έχει φωνή.
Σε φιλώ και περιμένω να μεταφέρεις τα συγχαρητήρια μου στον γιο σου!
Κική μου αγαπημένη σ' ευχαριστώ πολύ για το σχόλιό σου για τα καλά σου λόγια και να την εις βάθος ανάλυση.
ΔιαγραφήΔιάβασε και ο γιος το σχόλιό σου και χάρηκε, του σύστησα δε και το blog σου και ενθουσιάστηκε με την ποίησή σου.
Τα φιλιά μου!
Λένε Ελένη μου πως ¨το μήλο κάτω απ’ τη μηλιά θα πέσει¨ , ¨με όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις¨ και άλλα πολλά, και έχουν απόλυτο δίκιο. Διάβασα μια υπέροχη μυθοπλασία, με γραφή ελεύθερη, καθηλωτική, ρεαλιστική, γεμάτη μυστήριο, ψυχογραφικό χαρακτήρα και ένα τέλειο ηθικό δίδαγμα στο τέλος. Για όλα αυτά, τα θερμά μου συγχαρητήρια! Άξιο το παλληκάρι σου Ελένη μου! Να είναι καλά και να εξακολουθεί να γράφει!
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλό ξημέρωμα!
Σε φιλώ!
Αν και μυθοπλασία καυτηριάζει έμμεσα την απληστία και την αναζήτηση της ατομικής υπεροχής. Ο άνθρωπος ανά τους αιώνες πρώτα αναζητά τον πλούτο και μετά την αθανασία και επιδιώκει πράγματα που είναι πάνω από τις δυνάμεις του.
ΔιαγραφήΣ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια Αννίκα μου.
Φιλιά!
Με κ αθήλωσε!! Κάθε πρόταση, κάθε παράγραφος δυνάμωνε την επιθυμία να διαβάσω παρακάτω. Υπέροχο! Και θερμά συγχαρητήρια στο γιο σου για αυτό που έφτιαξε. Σου μοιάζει βέβαια και να τον προτρέψεις να το εξελίξει να το κανει βιβλίο. Θαυμάσιο!
ΑπάντησηΔιαγραφήΕύχομαι τα καλύτερα, του αξίζουν
Σ'ευχαριστώ που το έφερες εδώ να το διαβάσω
Πάω να ακούσω και το βίντεο
Φιλιά πολλά
Πράγματι με το που αρχίζεις την ανάγνωση, ακολουθείς τα βήματά του ήρωα περιμένοντας να λύσει τους γρίφους που θα τον οδηγήσουν στο παρακάτω βήμα. Δημιούργησε έναν ήρωα τον Λέοντα Στάμο και σκέφτεται να του αναθέσει και άλλες περιπέτειες.
ΔιαγραφήΦιλάκια πολλά Άννα μου!